- τεσσαράμηνον
- τεσσᾰράμηνον [ρᾰ], τό,A period of four months, BGU979.11 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεσσαράμηνον — τὸ, Α χρονική περίοδος τεσσάρων μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, α + μηνος (< μήν, μηνός),πρβλ. τετρά μηνον] … Dictionary of Greek